φάντασμα

φάντασμα
φάντασμα, ατος, τό (Aeschyl., Pla. et al.; LXX; En 99:7; TestSol 8:9 C; Philo; Jos., Bell. 5, 381, Ant. 5, 21 3; Tat. 7:3) apparition, esp. ghost (Aeschyl. et al.; Pla., Phd. 81d, Tim. 71a; Dionys. Hal. 4, 62; Plut., Dio 2, 4; Lucian, Philops. 29; PGM 4, 2701; 7, 579 φυλακτήριον πρὸς δαίμονας, πρὸς πᾶσαν νόσον καὶ πάθος; Job 20:8 v.l.; Wsd 17:14; Jos., Ant. 1, 331; 333; Tat. 7, 3 s. Reader, Polemo 376) Mt 14:26; Mk 6:49 (on these two pass. cp. Phlegon: 257 Fgm. 36 II, 3 Jac.); Lk 24:37 D.—FAltheim, ARW 27, 1929, 48.—DELG s.v. φαίνω B 10. M-M. TW. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φάντασμα — apparition neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάντασμα — Λέξη που προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα φαίνομαι, γι’ αυτό και κατά τους αρχαίους χρόνους είχε την έννοια του οράματος ή της εικόνας. Στα νεότερα χρόνια σημαίνει την εμφάνιση νεκρών στους ζωντανούς, κατά τις λαϊκές δοξασίες. Σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

  • φάντασμα — το, ατος 1. ό,τι υπάρχει μόνο στη φαντασία και όχι στην πραγματικότητα, άυλο και υπερφυσικό ον. 2. εμφάνιση πεθαμένου με ορατή ή αισθητή μορφή, είδωλο, στοιχειό, σκιά, σκιάχτρο: Το βράδυ στο δάσος βγαίνουν φαντάσματα. 3. μτφ., άνθρωπος πολύ… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φάντασμ' — φάντασμα , φάντασμα apparition neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαντασμάτων — φάντασμα apparition neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαντάσμασι — φάντασμα apparition neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαντάσμασιν — φάντασμα apparition neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαντάσματα — φάντασμα apparition neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαντάσματι — φάντασμα apparition neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαντάσματος — φάντασμα apparition neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιά — Σκοτεινή ή μειωμένης φωτεινότητας περιοχή, που διαγράφεται πάνω σε μια επιφάνεια ανοιχτού χρώματος από την παρεμβολή ενός αδιαφανούς σώματος ανάμεσα στην επιφάνεια αυτή και σε μια φωτεινή πηγή. Η σκιά αυτή είναι σαφής στις διαστάσεις της, μόνο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”